ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ ΣΕΡΒΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Αγαπητοί μας φίλοι,
Δημιουργήσαμε αυτό το ιστολόγιο ως αντίδωρον στην απέραντη αγάπη προς την Ελλάδα και τους Ελληνες των Σέρβων αδελφών και πατέρων.Την αγάπη αυτή βιώσαμε κατα την δεκαετή και πλέον διαμονή μας στην αγία σερβική γή και την διαδηλώνουμε δυνατά προς ολες τις κατευθύνσεις...

Σε πρώτη φάση θα παρουσιάσουμε μετα φρασμένα απο την σερβική γλώσσα κείμενα των παρα κάτω σέρβων πατέρων:
1) +Αρχιμ.Ιουστίνου Πόποβιτς
2) Αμφιλοχίου Ράντοβιτς Μητροπολίτου Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας
3) Αθανασίου Γιέβτιτς Πρώην Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης
4) Ειρηναίου Μπουλοβιτς Επισκόπου Μπάτσκας
5) Ιγνατίου Μίντιτς Επισκόπου Μπρανιτσέβου

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Πρωην Επισκοπος Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέβτιτς

Θ.Λειτουργία και αγωγή -Ευχαριστιακή προσέγγιση της χριστιανικής αγωγής (Μέρος πρώτο)
Μετάφραση άπό τά Σερβικά: Ιωάννης Νικόπουλος

Πρώτη δημοσίευση, "Αγία Σοφία", τευχ. 6, Ιουλιος-Σεπτέμβριος 1997
1. Έάν έθέταμε στόν εαυτό μας τό ερώτημα: Τί είναι καί σε τί έγκειται ή ταυτότητα της Όρθοδόξου Εκκλησίας καί θέλαμε νά λάβουμε μιά συγκεκριμένη, σύντομη καί σαφή απάντη­ση, τότε αύτη ή απάντηση χωρίς αμφιβολία θά ήταν - ότι ακριβώς ή Θεία Ευχαριστία, δηλ. ή Λειτουργία της Εκκλησίας μας, είναι ή σωστή καί αληθινή ταυτότητα της. Ή Θ. Ευχαριστία εδώ φυσικά εννοείται έτσι όπως τήν εννοεί καί τήν βιώνει ή ϊδια ή Εκκλησία μας: "Οχι ώς «έν έκ τών επτά μυστηρίων », άλλά ώς ή Λειτουργία της Εκκλησίας, ώς τό μυστήριον της iδιας της Εκκλησίας. Γιατί ή Θ. Λειτουργία, ώς μυστήριον - γεγονός, ώς έργον καί πράξη όλης της Εκκλη­σίας αποτελεί σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε χρόνο, hic et hunc τήν αποκάλυψη καί τήν εκδήλωση σ'αυτόν τόν κόσμο ολοκλήρου της Εκκλησίας του Θεου έν Χριστώ, τήν επιφάνεια καί εξωτερί­κευση της υπάρξεως καί της ταυτότητος της ιδιας της Εκκλησίας ώς τοιαύτης, ώς του Σώμα­τος του Χριστού, ώς της Θεοσυγκλήτου συνάξεως του πιστού λαου του Θεου, ό όποιος μέ τήν πίστη στό Χριστό καί τήν Χάρη του Θεου συνά­γεται γύρω άπό τόν επίσκοπο του (ή τόν Ιερέα του στό όνομα τοϋ επισκόπου) γιά νά προσφέ­ρει στό Θεό «τά δώρα της αγίας Του Εκκλη­σίας» έν Χριστώ Ίησοϋ, μέ τήν Χάρη καί τήν ενέργεια του Άγ. Πνεύματος.


Κατ' αυτόν τόν τρόπο, κάθε τοπική Εκκλη­σία της όρθοδόξου πίστεως συγκαλούμενη γύ­ρω άπό τόν Επίσκοπο καί τόν πρεσβύτερο στή Θ. Λειτουργία της, αποκαλύπτει καί φανερώνει τήν ταυτότητα της μέ ολόκληρη τήν Καθολική Εκκλησία του Θεου, ή οποία χάριν της Θ. Ευχα­ριστίας είναι παντού καί πάντοτε μία - τό ένα καί μοναδικό Σώμα του Χριστού καί στή γη καί στόν Ουρανό.

Ή Θ. Λειτουργία δέν αποτελεί, μόνο ένα άπό τά επτά μυστήρια
στήν Εκκλησία, άλλά συγκρο­τεί καί αποκαλύπτει το ιδιο το μυστήριο της Εκκλησίας, «τό Μυστήριον του Χριστού» κατά τούς λόγους του Αποστόλου Παύλου (Έφ. 3, 3-4, 5, 32- Κολ. 1, 27, 2, 2, 4, 3) τό μυστήριο τό όποιο ονομάζεται και είναι ό Χριστός έν ήμΐν και ήμεις έν τω Χριστώ, κατά τούς λόγους του ιδίου Αποστόλου (Κολ. 1, 26-27, 3, IV Γαλ. 3, 26-28), πού σημαίνει τό μυστήριο της ταυτότητος του Χριστού καί της Εκκλησίας, τό μυστήριο της ενσωματώσεως μας στό ζωντανό Σώμα του Ζώντος Χριστού μέ τήν πίστη, τήν κοινωνία καί τήν χάρη του Αγ. Πνεύματος. Από αυτό εξάγεται ότι ή Λειτουργία της Εκκλησίας είναι στήν πραγ­ματικότητα ή μεγαλύτερη, ή πληρέστερη καί ή πλέον συγκεκριμένη ομολογία καί μαρτυρία της περί της πίστεως της. Ομολογία καί μαρτυρία πρώτον περί του Θεου: Οτι ό Θεός είναι μεταξύ μας καί έμεις σέ κοινωνία μέ Αυτόν - τόν Δημι­ουργό καί Σωτήρα μας· κατόπιν ομολογία περί του κόσμου - της δημιουργίας του Θεου, καί περί τοϋ άνθρωπου - της εικόνος του Θεου, καθώς καί πε­ρί της Εκκλησίας - της κοινωνίας των υιών του Θεου, καί τούτο ομολογία μέ συγκεκριμένο καί πρακτικό τρόπο μέσω της Λειτουργίας ή οποία απεικονίζει τήν εκκλησιαστική θεώρηση τοϋ κό­σμου καί τοϋ άνθρωπου στήν πράξη, ενώπιον του Θεου καί μετά του Θεου.


Πραγματικά, ή Λειτουργία της Όρθοδόξου Εκκλησίας απεικονίζει μιά ρεαλιστική στήν πράξη σύνοψη καί ανακεφαλαίωση της καθολικής πίστε­ως της Εκκλησίας. Γιατί ή τέλεση της Θείας Λει­τουργίας τοϋ πιστού λαού του Θεου ό όποιος είναι ή Εκκλησία, μας φανερώνει τήν πραγματική παρουσία, τήν έκκλησιαστικο-μυστηριακή εκδή­λωση όλης της Άποκαλύψεως τοϋ Ζώντος καί Αληθινού Θεου, μάς αποκαλύπτει καί φανερώνει τήν φιλάνθρωπο Οικονομία της σωτηρίας της Αγίας Ζωοποιού Τριάδος, ή οποία σωτηρία στή Θεία Λειτουργία φανερώνεται καί εκδηλώνεται ώς ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός καί του Υίου καί του Αγ. Πνεύματος. Ή αρχική εκφώνηση της Θείας Λειτουργίας: «Ευλογημένη ή Βασιλεία του Πατρός καί του Υίου καί του Αγ. Πνεύματος» κα­θώς επίσης καί τά λόγια της Ευχαριστιακής Προ­σευχής: «Καί ούκ άπέστης πάντα ποιών, έως ημάς εις τόν ούρανόν ανήγαγες καί τήν βασιλείαν σου έχαρίσω τήν μέλλουσαν. Υπέρ τούτων απάντων εύχαριστοϋμεν σοι...», - μάς δείχνουν καί επιση­μαίνουν ότι έν τή Λειτουργία της ολόκληρη ή Εκκλησία εισέρχεται στή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ καί ταυτίζεται μέ αυτήν.
Άλλά τί είναι αυτή ή Βασιλεία του Θεου, ή Βα­σιλεία της Αγίας Τριάδος; Αυτή είναι όλος ό κό­σμος, ορατός καί αόρατος, τά κτιστά όντα καί ή άκτιστη Θεία Χάρη, ό κόσμος όπως ό Θεός τόν διενοήθη καί τόν έδημιούργησε γιά νά καταστεί Εκκλησία, πού σημαίνει νά καταστεί οίκος του Θεου Πατρός, Σώμα Χριστού, κατοικία του Αγίου Πνεύματος (Έφ. 2,18-22). Ό κόσμος έδημιουργήθη άπό τόν Θεό μέ σκοπό νά καταστεί Εκκλησία, γι' αυτό τό όνομα Εκκλησία είναι καθολικό καί συνοπτικό γιά όλα τά έργα του Θεου, γιά όλα τά αγαθά του Θεου καί όλα τά όντα καί τά κτίσματα τά όποια έδημιούργησε ό Θεός γιά νά τά εισαγά­γει στή βασιλεία της αιωνίου Του ζωής.


2. Επειδή ό κόσμος είναι άπό τόν Θεό δημι­ουργημένος καί προορισμένος νά γίνει Εκκλησία καί επειδή χάριν τούτου πραγματοποιείται ή φι­λάνθρωπος οικονομία του Θεου ώς «οικονομία του μυστηρίου του Χριστού» (Έφ. 3, 2.9) ή οποία εισάγει στήν αιώνια Βασιλεία του Θεου, είναι εμφανές, ότι οι κάτοικοι, οί πολίτες αυτής της Βα­σιλείας, δηλαδή όλα τά δημιουργημένα όντα στό κόσμο του Θεου, είναι προορισμένα νά εισέλθουν στήν Εκκλησία καί νά γίνουν μέλη της Εκκλησίας καί κληρονόμοι της Βασιλείας, ότι όλοι αυτοί πρέ­πει κατά τό λόγο του Άπ. Παύλου «νά ζουν καί νά συμπεριφέρονται όπως αρμόζει στόν οίκο του Θε­ου, ό όποιος είναι ή Εκκλησία του Θεου του ζώντος, ό στύλος καί τό έδραίωμα της αληθείας» (1 Τιμ. 3, 15). Αυτή όμως ή ζωή καί συμπεριφορά, αυτός ό τρόπος ζωής καί δράσεως, ό τρόπος πο­ρείας καί ενεργείας διαγωγής καί ανατροφής, πρέπει νά είναι κατά τόν άγιο Απόστολο σύμφω­νος καί ανάλογος πρός τό μέγα της Ευσέβειας Μυστήριον (1 Τιμ. 3, 16) στό όποιο συνίσταται καί περιέχεται όλο τό μυστήριο της Εκκλησίας καί του κόσμου. Αυτό τό «μυστήριο της ευσέβειας» είναι ή φανέρωση του Θεου έν σαρκί (1 Τιμ. 3,16), δηλ. ή ενσάρκωση καί ή ένανθρώπιση του Χριστού καί συγχρόνως - ή φανέρωση του άνθρωπου έν τω Θεώ δηλ. ή ανύψωση του άνθρωπου έν δόξη (1 Τιμ. 3,16) ή ή θέωση του άνθρωπου έν τω Χριστώ.


Όμως τί είδους είναι καί τί σημαίνει αυτή ή «συμπεριφορά» ή «διαγωγή» (πορεία) στόν οίκο του Θεου πού είναι ή Εκκλησία; Αυτή ή συμπερι­φορά, ό τρόπος ζωής, ή διαγωγή, είναι σύμφωνη μέ τό βασικό μυστήριο πού τελείται στόν οίκο του Θεου, δηλ. σύμφωνη μέ τό μέγα της Ευσέβειας Μυστήριον, (1 Τιμ. 3, 15-16) καί σημαίνει τόν τρό­πο του ύπαρκτικου βίου καί μετοχής σ' αυτό τό βασικό μυστήριο του κόσμου καί της ζωής. Ό τρό­πος επομένως της συμπεριφοράς, ό τρόπος τών σχέσεων καί ενεργειών, ό τρόπος τής αγωγής σύμφωνα μέ αυτό τό Μυστήριο, συνίσταται σ' ένα τέτοιου είδους τρόπο ανθρωπινής ζωής καί δρά­σεως, ό όποιος θά ήταν μιά ακατάπαυστη θεοδιακονική λειτουργία, μιά θεοκεντρική διακονία, Θεο-διακονία συνεχής λατρεία του Θεου καί Κυρίου καί διακονία αύτου τοϋ αγίου καί μεγάλου Μυστηρίου. Μέ άλλα λόγια, αυτός θά ήταν ό τρό­πος της ευχαριστιακής ζωής, δράσεως καί συμπε­ριφοράς του άνθρωπου ενώπιον του Θεου σ' αυτό τόν κόσμο καί τή ζωή.


Ό πρώτος άνθρωπος, ό Αδάμ στόν παράδεισο, έζουσε μιά τέτοια ζωή ευχαριστιακή, ζωή διακο­νίας του Θεου καί έαυτου, ζωή λειτουργική, σωτηριώδη. Σ' αυτή τήν πρώτη λειτουργία στόν παρά­δεισο, ό άνθρωπος προσέφερε εαυτόν στόν Θεό, ολόκληρη τήν υπαρξη καί τή ζωή του καί ολόκλη­ρη τήν κτίση γύρω άπό αυτόν. Μέ αυτή τήν λει­τουργική, θεοκεντρική του συμπεριφορά ό Αδάμ, μένοντας πιστός στόν Θεό καί στόν αληθι­νό του προορισμό, θά έφθανε μέχρι τήν πραγμα­τοποίηση εκείνου του μεγάλου Μυστηρίου τής Ευσέβειας, δηλ. μέχρι τήν θέωσή του έν Χρστώ καί τή δοξοποίηση όλης τής κτίσεως, ώς τελικού προορισμού του άνθρωπου καί του κόσμου. Μέ τέτοια συμπεριφορά καί τρόπο ζωής αυτός έπρε­πε νά αυξάνεται καί νά προοδεύει, νά διαπαιδαγωγειται = τελειώνεται όλο καί περισσότερο διά τής πληρώσεως τής θεοείδειάς του, γιατί είναι δημι­ουργημένος κατ' εικόνα Θεου μέ προορισμό νά φθάσει στήν πληρότητα τής αληθινής του θεομοιώσεως, νά φθάσει στό καθ' όμοίωσιν Θεοϋ στήν κεχαριτωμένη ταυτότητα μέ τόν Θεό. Ό Άγιος Ειρηναίος Λυώνος δικαίως λέγει ότι ό πρώτος άνθρωπος στήν άρχή ήταν ώς νήπιον (Εναντίον των αιρέσεων IV, 38, 1-2 ΡΟ 7, 1107) καί ότι έπρε­πε νά αυξάνει, προοδεύει καί τελειουται μέχρι νά φθάσει στόν ώριμο καί τέλειο άνδρα «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Έφ. 4,13).


Σέ μιά τέτοια ορθόδοξη αντίληψη του άνθρω­που, όφθαλμοφανώς, είναι παρών ένας ανθρωπο­λογικός δυναμισμός. Είναι σαφές, ότι ήδη έδώ στήν ίδια τήν άρχή τής χριστιανικής ανθρωπολο­γίας, υπάρχει πρωτίστως τόπος καί χώρος γιά τήν ανατροφή, χώρος γιά τήν διαπαιδαγώγηση, τήν οικοδομή καί ανύψωση του άνθρωπου, γιά τήν τε­λειοποίηση του. Ό άνθρωπος ήταν δημιουργημέ­νος άπό τόν Θεό καλός καί τέλειος καί ήταν τοπο­θετημένος στό δρόμο τής δυναμικής αυξήσεως καί ελευθέρας εξελίξεως, στό δρόμο τής ελευθέ­ρας αγωγής καί τελειοποιήσεως έαυτου, στό δυναμισμό τής αυξήσεως έκ του ενός πληρώμα­τος στό άλλο, άπό δόξα σέ δόξα. Αυτή ακριβώς είναι καί ή αιτία πού ό Θεός έδωσε στόν άνθρωπο τήν εντολή στόν παράδεισο: Νά τόν βοηθήσει σ' αυτή τή διαπαιδαγώγηση του έαυτου του, στή συμπεριφορά καί στό τρόπο ζωής σύμφωνα μέ τόν προορισμό του, νά βοηθήσει τόν άνθρωπο νά ζή­σει μιά ζωή αληθινά ελεύθερη καί όχι αναγκαστική άλλά καί έξ ολοκλήρου υπεύθυνη ζωή, ζωή προο­δευτικής αυξήσεως καί ελευθέρας δυναμικής οικοδομής του έαυτου του διαπαιδαγωγήσεως καί πληρώσεως4 του έαυτου του, σύμφωνα μέ τήν θεοείδειά του καί ανάλογα πρός τήν θεομοίωσή του.


Άλλά, ώς γνωστόν, ό άνθρωπος αρνήθηκε αυτή τήν κλήση καί προορισμό του καί άντίνά κα­θοδηγείται, διαπαιδαγωγείται, πληρούται καί τε­λειουται διά τής ελευθέρας δημιουργικής του θε­λήσεως καί αγάπης τή μεσολαβήσει του Θεου καί τής Θείας δυνάμεως, σέ μιά λειτουργία ελευθέ­ρας καί άλληλοαγαπητικής συνεργείας μέ τόν Φι­λάνθρωπο Θεό, ό άνθρωπος επέλεξε συμπεριφο­ρά καί διαγωγή κατά τή συμβουλή καί θέληση του διαβόλου. Καί έτσι ήλθε ή τραγωδία τής ανθρωπι­νής πτώσεως, δηλ. ό πνευματικός καί σωματικός θάνατος, ή διακοπή τής κοινωνίας μέ τόν ζωντανό καί αληθινό Θεό καί επομένως μιά ζωή παρά φύσιν μιά ζωή δίχως λειτουργία, ζωή αποτυχημένη, μικρή ζωή. Ό άνθρωπος, όπως λέγει ό π. Αλέξανδρος Σμέμαν, άρχισε νά ζει «μιά ζωή μή ευχαριστιακή σ' ένα κόσμο μή ευχαριστιακό».
Άλλά, ή φιλάνθρωπος Θεία οικονομία τής σω­τηρίας μάς έδωσε τόν Χριστό. Ό Χριστός εισήγα­γε καί μάς έχάρισε τήν «δευτέραν κοινωνίαν» μέ τόν Θεόν (Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος, ΡΟ. 36, 633), πού σημαίνει, τή νέα σχέση καί τή νέα κοινωνία μεταξύ Θεου καί άνθρωπου, κοινωνία πού είχε διακοπεί μέ τήν ανθρωπινή πτώση στήν αμαρτία καί τήν απομάκρυνση άπό τόν Θεό. Αυτή ή νέα έν Χριστώ κοινωνία, όχι μόνο αποκατέστησε άλλά καί ύπερέβει καί ύπερπλήρωσε εκείνη τήν πρώτη λειτουργία ή οποία έτελεΐτο στόν παράδεισο. Καί ακριβώς στή Λειτουργία τής Εκκλησίας, ώς σώμα­τος του Χριστού, εκδηλώνεται καί μεταδίδεται σέ μάς αυτή ή δευτέρα καί τελευταία (τελική, έσχα-τολογική) κοινωνία μέ τόν Θεό, κοινωνία ή οποία καί είναι τό μέγα τής Ευσέβειας Μυστήριον, δηλ. ή ένωση τοϋ Θεοϋ καί του άνθρωπου έν Χριστώ, ή θέωση του άνθρωπου διά τής ένσαρκώσεως, τής ζωής καί αγωγής, τουθανάτου καί τής αναστάσε­ως του Χριστού.(Συνεχίζεται)


Κυριακή 6 Απριλίου 2008

+Αρχιμ.Ιουστίνος Πόποβιτς

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ
(Πασχαλινοί στοχασμοί)
Μετάφραση:Πρεσβύτερος Ιωάννης Νικόπουλος
Πρώτη δημοσίευση στο Περιοδικό "Αγία Σοφία", Τεύχος 1, Απρίλιος-Ιούνιος 1996.
Οι άνθρωποι κατεδίκασαν τό Θεό σέ θάνατο. Αυτός διά της αναστάσεως του, τούς καταδικάζει στήν αθανασία. Στά χτυπήματα ανταποδίδει εναγκαλισμούς, στις ύβρεις -ευλογίες, στό θάνατο αθανασία. Ουδέποτε οί άνθρωποι επέδειξαν περισσότερο μίσος απέναντι στό Θεό παρά όταν τόν έσταύρωσαν καί ουδέποτε ό Θεός επέδειξε περισσότερη αγάπη απέναντι στους ανθρώπους παρά όταν αναστήθηκε. Οι άνθρωποι ήθελαν καί τό Θεό νά καταστήσουν θνητό, άλλά ό Θεός μέ τήν ανάσταση του κατέστησε τούς ανθρώπους αθανάτους. Αναστήθηκε ό εσταυρωμένος Θεός καί έφόνευσε τό θάνατο. Πλέον δέν υπάρχει θάνατος. Ή αθανασία περιέβαλε τόν άνθρωπο καί όλους τούς κόσμους του. Ή ανθρώπινη φύση, διά της αναστάσεως τοϋ Θεανθρώπου, ανεπιστρεπτί οδηγούμενη πρός τήν αθανασία, έγινε φοβερή καί γιά τόν ίδιο τό θάνατο. Γιατί μέχρι τήν ανάσταση τοϋ Χριστού ό θάνατος ήταν φοβερός γιά τόν άνθρωπο- άπό τήν ανάσταση τοϋ Χριστου ό άνθρωπος γίνεται φοβερός γιά τόν θάνατο. Έάν ό άνθρωπος ζει μέ πίστη στόν άναστηθέντα Κύριο, τότε ζει πάνω άπό τόν θάνατο, πού είναι απρόσιτος γι' αυτόν αυτός είναι υποπόδιο των ποδών του: Πού σου θάνατε τό κέντρον; Που σου "Αδη τό νίκος; Καί όταν ό άνθρωπος του Χριστού πεθαίνει, αυτός αποχωρίζεται μόνο τό σώμα, ώς ένδυμα, τό όποιο καί πάλι θά ενδυθεί τή φοβερή ήμερα τής κρίσεως.
Μέχρι τήν ανάσταση του Σωτήρος ό θάνατος ήταν ή δεύτερη φύση του άνθρωπου, ζωή ή πρώτη, ό δέ θάνατος ή δεύτερη. Ό άνθρωπος είχε συνηθίσει στό θάνατο, όπως σέ κάτι φυσικό. Άλλά μέ τήν ανάσταση του ό Κύριος τά πάντα άλλαξε: Ή αθανασία έγινε ή δεύτερη φύση του άνθρωπου, έγινε φυσική στόν άνθρωπο, ό δέ θάνατος αφύσικος. "Οπως μέχρι τήν ανάσταση τοϋ Χριστού ήταν φυσικό οι άνθρωποι νά είναι θνητοί, έτσι μετά τήν ανάσταση του Χριστού έγινε φυσικό οί άνθρωποι νά είναι αθάνατοι. Διά τής αμαρτίας ό άνθρωπος, κατέστη θνητός καί προσωρινός, διά τής αναστάσεως του Θεανθρώπου αυτός καθίσταται άθάνατος καί αιώνιος. Σ' αυτό έγκειται ή ισχύς, σ' αυτό ή δύναμη, σ' αυτό ή παντοδυναμία της του Χριστού αναστάσεως. Δίχως αυτήν ό Χριστιανισμός δεν θά υπήρχε. Μεταξύ των θαυμάτων αυτό είναι τό μεγαλύτερο. Όλα τά άλλα θαύματα άρύονται έξ αυτού καί ανάγονται σ' αυτό. Έξ αυτού πηγάζουν καί ή πίστη καί ή αγάπη καί ή ελπίδα καί ή προσευχή καί ή φιλοθεΐα καί ή φιλαδελφία. Ιδού, ο'ι μαθητές-φυγάδες, ο'ι όποιοι εγκατέλειψαν τόν Ίησου, όταν απέθανε, επιστρέφουν σ' Αυτόν, επειδή αναστήθηκε. Ιδού, ό έκατόνταρχος ώμολόγησε τό Χριστό, ώς Υιό τού Θεού, όταν είδε ότι ανασταίνεται έκ του τάφου. Ιδού, όλοι ο'ι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, γιατί ό Κύριος Ιησούς αναστήθηκε, γιατί ένίκησε τό θάνατο. Αυτό δέν τό έχει καμμία άλλη πίστη" αυτό είναι εκείνο, πού τόν Κύριο Χριστό υψώνει υπεράνω πάντων των Θεών καί τών ανθρώπων. Χάριν της του Χριστού αναστάσεως, χάριν της νίκης Του έπί τοϋ θανάτου, ο'ι άνθρωποι έγίνοντο, γίνονται καί θά γίνονται Χριστιανοί. Όλόκληρη ή ιστορία του Χριστιανισμού δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή Ιστορία ενός καί μοναδικού θαύματος καί μάλιστα τοϋ θαύματος της αναστάσεως τού Χριστού, τό όποιο συνεχώς ανανεώνεται άπό ήμερα σέ ήμερα, άπό έτος σέ έτος, άπό αιώνα σέ αιώνα μέχρι τήν έσχατη κρίση.
Ό άνθρωπος γεννάται, όχι όταν ή μητέρα τόν φέρει στό κόσμο, άλλ' όταν πιστεύσει στόν άναστηθέντα Κύριο Χριστό, γιατί τότε γεννάται γιά τήν αθάνατη καί αιώνια ζωή, ένώ ή μητέρα γεννάει τό παιδί γιά τό θάνατο, γιά τόν τάφο. Ή ανάσταση του Χριστού είναι ή μητέρα όλων μας, όλων τών Χριστιανών, ή μητέρα τών αθανάτων. Διά της πίστεως στήν ανάσταση ό άνθρωπος άναγεννάται, γεννάται γιά τήν αιωνιότητα. Αυτό είναι αδύνατο! Παρατηρεί ό δύσπιστος. Άλλά άκουσε τί λέγει ό αναστηθείς Κύριος: Τά πάντα δυνατά τω πιστεύοντι! Πιστεύει δέ εκείνος, ό όποιος μέ όλη τήν καρδιά του, μέ όλη τήν ψυχή του, μέ όλη τήν ϋπαρξή του ζει κατά τό Ευαγγέλιο του άναστηθέντος Κυρίου Ίησου.
Ή πίστη είναι ή νίκη μας, διά της οποίας νικούμε τό θάνατο.Ή πίστη στόν άναστηθένταΚύριο Ίησου. Πού σου θάνατε τό κέντρον; Τό κεντρί δέ του θανάτου είναι ή αμαρτία.
Διά της αναστάσεως του ό Κύριος "ένέκρωσε τό κεντρί της αμαρτίας"
Ποτέ νά μή λησμονείς: Το νά πιστεύεις στόν άναστηθέντα Κύριο Χριστό σημαίνει ότι διεξάγεις αδιάκοπο αγώνα μέ τις αμαρτίες, μέ τό κακό, μέ τό θάνατο. Έάν ό άνθρωπος αγωνίζεται εναντίον τών αμαρτιών καί τών παθών, αποδεικνύει ότι αληθινά πιστεύει στόν άναστηθέντα Κύριο. Έάν αγωνίζεται εναντίον αυτών αγωνίζεται γιά τήν αθανασία καί τήν αιώνια ζωή. Έάν δέν αγωνίζεται, ή πίστη του είναι μάταιη. Γιατί, έάν δέν είναι ή πίστη τοϋ άνθρωπου αγώνας γιά τήν αθανασία καί τήν αιωνιότητα, τότε πές μου, αυτή σέ τί συνίσταται; Έάν διά της πίστεως στό Χριστό δέν κατορθώνεται ή ανάσταση καί ή νίκη έπί τοϋ θανάτου, τότε αυτή τί μας χρειάζεται; Έάν ό Χριστός δέν ήγέρθη, σημαίνει, ότι ή αμαρτία δέν ένικήθη, ό θάνατος δέν ένικήθη. Έάν όμως, δέν ένικήθησαν ούτε ή αμαρτία, ούτε ό θάνατος, τότε γιατί νά πιστεύουμε στό Χριστό; Όποιος διά της πίστεως στόν άναστηθέντα Κύριο αγωνίζεται νά εξαλείψει τήν κάθε αμαρτία του. αυτό Βαθμιαία ενισχύει έν έαυτω τό συναίσθημα ότι ό Κύριος αληθώς ανέστη, αληθώς ένέκρωσε τό κεντρί της αμαρτίας, αληθώς ένίκησε τό θάνατο σ' όλα τά πεδία της μάχης.
Ή αμαρτία βαθμιαία μικραίνει τή ψυχή τοϋ άνθρωπου, τήν απωθεί στό θάνατο, άπό αθάνατη τή μεταβάλλει σέ θνητή, άπό αιώνια σέ πρόσκαιρη. Όσο περισσότερες αμαρτίες, τόσο θνητότερος ό άνθρωπος. Έάν δέν αισθάνεται ό άνθρωπος αθάνατος, νά ξέρεις ολόκληρος είναι μέσα στήν αμαρτία, ολόκληρος είναι μέσα σέ μικρόνοες σκέψεις, ολόκληρος σέ εμπαθή συναισθήματα. Ή κλήση τοϋ Χριστιανού είναι: Νά αγωνίζεται μέ τό θάνατο μέχρι τής τελευταίας αναπνοής, νά αγωνίζεται μέχρι της τελικής νίκης έπ' αυτού. Κάθε αμαρτία είναι οπισθοχώρηση, κάθε πάθος φυγή κάθε ελάττωμα εινα ήττα.

Δέν πρέπει νά απορούμε, γιατί καί οί Χριστιανοί πεθαίνουν σωματικώς. Τούτο συμβαίνει, γιατί ή τελευτή του σώματος είναι σπορά. Σπείρεται σώμα θνητόν λέγει ό Απ. Παύλος καί αυτό βλασταίνει, φυτρώνει καί αυξάνει σέ σώμα αθάνατο Ώς σπαρμένος σπόρος τό σώμα αποσυντίθεται, γιά νά τό ζωοποιήσει καί νά τό τελειοποιήσει τό Αγιο Πνευμα. Έάν ό Χριστός δέν είχε αναστήσει τό σώμα, τουτο τί είδους όφελος θά είχε έξ Αύτου; Αυτός δέν θά έσωζε ολόκληρο τόν άνθρωπο. Έάν δέν αναστήθηκε τό σώμα, τότε γιατί έσαρκώθη, γιατί έλαβε σάρκα έν έαυτώ, αφού δέν έχορήγησε τίποτε σ' αυτήν άπό τήν θεότητα Του; Έάν ό Χριστός δέν αναστήθηκε, τότε γιατί νά πιστεύουμε σ' Αυτόν; Ειλικρινά λέγω, ουδέποτε θά έπίστευα στό Χριστό, έάν δέν αναστήθηκε καί κατ' αυτό τόν τρόπο δέν ένίκησε τό θάνατο. Τό μεγαλύτερο μας εχθρό ένίκησε καί τήν αθανασία μας χάρισε. Ανευ τούτου, ό κόσμος αυτός αποτελεί μία επίδειξη αποτρόπαιων παραλογισμών. Μόνο διά τής ένδοξου αναστάσεως Του ό θαυμαστός Κύριος μας ελευθέρωσε άπό τόν παραλογισμό καί τήν απελπισία, γιατί οϋτε έπί του ουρανού, ούτε ύπό τόν ουρανό υπάρχει μεγαλύτερος παραλογισμός άπ' αυτόν τόν κόσμο άνευ αναστάσεως καί μεγαλύτερη απόγνωση άπ' αυτή τή ζωή άνευ αθανασίας. Σέ κανένα κόσμο δέν υπάρχει δυστυχέστερη ύπαρξη άπό τόν άνθρωπο, ό όποιος δέν πιστεύει στήν ανάσταση τών νεκρών. Καλύτερα θά ήταν γιά ένα τέτοιον άνθρωπο ποτέ νά μήν είχε γεννηθεί.
"Σήμερον σωτηρία τω κόσμω...". Σε τί συνίσταται αυτή ή σωτηρία; Οχι στό θάνατο άλλά στήν ανάσταση. Ό Κύριος, φανέρωσε ολόκληρο τό μυστήριο τής σωτηρίας διά της αναστάσεως Του.
Νά σωθείς σημαίνει: στό σώμα σου καί στήν ψυχή σου νά εξασφαλίσεις τήν αθανασία καί τήν αιώνια ζωή. Πώς κατορθώνεται αυτό; Οχι άλλως πως, άλλά διά τής θεανθρώπινης ζωής, τής καινής ζωής, τής ζωής έν τω άναστηθέντι Κυρίω καί χάριν του άναστηθέντος Κυρίου. Γιά μάς τούς Χριστιανούς αυτή ή έπί τής γης ζωή είναι σχολείο, στό όποιο διδασκόμεθα πώς νά εξασφαλίζουμε στόν εαυτό μας τήν ανάσταση καί τήν αιώνια ζωή. Γιατί ποιά είναι ή ωφέλεια άπ' αυτή τή ζωή, έάν δι' αυτής δέν μπορούμε νά αποκτήσουμε τήν αιώνια ζωή; Άλλά γιά νά αναστηθεί ό άνθρωπος μετά του Κυρίου Χριστού, πρέπει πρώτα νά πάθει μετ' Αύτοϋ καί τήν ζωή Του νά βιώσει ώς δική του.Έάν τουτο πράξει, αυτός τό Πάσχα μαζί μέ τόν "Αγιο Γρηγόριο τόν θεολόγο θά μπορέσει νά πει: "Χθες -συνεσταυρούμην Χριστώ, συζωοποιουμαι σήμερον Χθες -συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι".
Σέ τέσσερις μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται τά Ευαγγέλια τοϋ Χριστού: Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη! Σέ κάθε λέξη, ένα Ευαγγέλιο καί στά Ευαγγέλια -ολόκληρη ή έννοια τών θείων κόσμων, ορατών καί αοράτων. Καί όταν όλα τά συναισθήματα τοϋ άνθρωπου καί όλες οί σκέψεις προστεθούν στή βροντή του αναστάσιμου χαιρετισμού: "Χριστός ανέστη!", τότε ή χαρά τής αθανασίας δονεί όλες τίς υπάρξεις, οί όποιες ενθουσιωδώς βροντοφωνουν τόν θαυμάσιο αναστάσιμο άντιχαιρετισμό: "Αληθώς ανέστη!".